- πρωταρχίζω
- πρωτάρχισα, αρχίζω για πρώτη φορά, αρχίζω πρώτος, κάνω πρώτος την αρχή: Πρωτάρχισε να γράφει ποιήματα σε ηλικία δέκα χρονών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτάρχιστος — η, ο, Ν [πρωταρχίζω] εκείνος τού οποίου γίνεται η έναρξη για πρώτη φορά … Dictionary of Greek
πρωταρχιστής — ο, Ν [πρωταρχίζω] αυτός που κάνει πρώτος την αρχή («πρωταρχιστής τής συμπλοκής») … Dictionary of Greek
πρωταρχινίζω — πρωταρχίνισα, βλ. πρωταρχίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωταρχινώ — βλ. πρωταρχίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)